- σποδιούμενον
- σποδίζωroastfut part mid masc acc sg (attic epic doric)σποδίζωroastfut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποδιούμαι — όομαι, Μ [σποδιά] (κυριολ. και μτφ.) καίγομαι σιγά σιγά («σποδιούμενον τοῡ θυμοῡ», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek